- νομισματοκοπείο
- Ίδρυμα όπου κατασκευάζονται τα νομίσματα ή απευθείας από το κράτος ή για λογαριασμό του και υπό τον έλεγχό του. Οι μέθοδοι που χρησιμοποιούσαν οι αρχαίοι για την κοπή των νομισμάτων ήταν το χύσιμο και η σφυρηλάτηση. Το χύσιμο χρησιμοποιούσαν κυρίως στη Ρώμη κατά την πρώτη φάση της κοπής των νομισμάτων της, ενώ τη σφυρηλάτηση χρησιμοποιούσαν στην αρχαία Ελλάδα από την αρχή της κοπής νομισμάτων και κατόπιν στη Ρώμη, όπου και επικράτησε τελικά. Για το χύσιμο χρησιμοποιούσαν δυο μήτρες, οι οποίες έφεραν το αποτύπωμα της μπροστινής και της πίσω όψης του νομίσματος που επρόκειτο να κατασκευαστεί στις μήτρες, τις οποίες συνέδεαν μεταξύ τους, έχυναν από μια τρύπα το λιωμένο μέταλλο που, κρυώνοντας, σχημάτιζε το νόμισμα. Οι μήτρες αυτές μπορούσαν να έχουν πολλά αποτυπώματα νομισμάτων, ώστε το χύσιμο να γίνεται ταχύτερο. Στην περίπτωση αυτή τα νομίσματα έπρεπε να χωριστούν το ένα από το άλλο αφού κρύωναν.
Στη σφυρηλάτηση, αντίθετα, ετοιμάζονταν προηγουμένως με χύσιμο οι δίσκοι του μετάλλου και κατόπιν οι δίσκοι αυτοί σφυρηλατούνταν ανάμεσα σε δυο σφήνες που έφεραν εσώγλυφες τις παραστάσεις των δυο όψεων που ήθελαν να αποτυπώσουν στο νόμισμα. Από τις δύο σφήνες, η κατώτερη ήταν στερεωμένη σε βάση ενώ η ανώτερη ήταν κινητή. Η σφράγιση γινόταν με το χέρι, με δυνατό κτύπημα σφυριού στην επάνω σφήνα. Αυτό το σύστημα της σφυρηλάτησης με το χέρι εφαρμοζόταν και στον Μεσαίωνα με τη μόνη διαφορά πως οι δίσκοι, εξαιτίας του μικρού γενικά πάχους του νομίσματος, δεν χύνονταν αλλά κόβονταν από μεταλλικό φύλλο με ψαλίδι. Μόνο στις αρχές του 16ου αι. στη Νυρεμβέργη χρησιμοποιήθηκαν νέα μηχανικά μέσα για την κοπή νομισμάτων με την εφεύρεση του νομισματοκοπικού ζυγού. Τα νέα συστήματα πέρασαν από τη Γερμανία στη Γαλλία την εποχή του Ερρίκου B’, κατά τα μέσα του 16ου αι. και κατόπιν και στις άλλες χώρες. Τέλος κατά τις αρχές του 19ου αι. ο ζυγός αντικαταστάθηκε από το νομισματικό πιεστήριο, που, με διαδοχικές τελειοποιήσεις, είναι το μηχάνημα που χρησιμοποιείται ακόμα για την κοπή νομισμάτων.
* * *τοκρατικό ίδρυμα στο οποίο κόβονται και εκτυπώνονται νομίσματα, μετάλλινα και χάρτινα.[ΕΤΥΜΟΛ. < νομισματοκόπος. Η λ. μαρτυρείται από το 1824 στην εφημερίδα Ελληνικά Χρονικά].
Dictionary of Greek. 2013.